- μονιστής
- ο, θηλ. μονίστριαοπαδός τού μονισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. monist (βλ. μονισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονιστής — ο ο οπαδός της θεωρίας του μονισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονιστικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονισμό ή στον μονιστή ή αυτός που προσιδιάζει στον μονισμό και στον μονιστή. επίρρ... μονιστικώς και ά με μονιστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek